- περιαιρετέος
- περιαιρ-ετέος, α, ον,A to be done away with, ἡ συγγνώμη π. Arist.Rh.Al.1427a19.II neut. -έον, one must remove,
τὴν πόσθην Antyll.
ap. Orib.50.2.10;φύλλα Gp.5.29.4
;τὴν τροφήν Aët.7.26
; one must do away with,ἀναλώματα Arist.Oec.1345b
26;τὴν συγγνώμην Id.Rh.Al.1427a7
;τραγῳδίαν D.S.19.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.